- ἀνάδηγμα
- ἀνάδηγμα, ατος, τό,A bite,
κωνώπων Hp.Epid.2.3.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωνώπων Hp.Epid.2.3.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάδηγμα — ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω] δάγκωμα, τσίμπημα … Dictionary of Greek
ἀναδήγμασιν — ἀνάδηγμα bite neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδήγματα — ἀνάδηγμα bite neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] … Dictionary of Greek